τσουλώνω

τσουλώνω
και τσυλώνω Ν
(σχετικά με αφτιά) στήνω όρθια, τεντώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < στυλώνω, με αντιμετάθεση τών συμφώνων στο σύμπλεγμα στ- (πρβλ. ά-τσ-αλος* πιθ. < ατά-σθ-αλος) και διατήρηση τής αρχ. προφοράς τού -υ- ως -ου- (πρβλ. ξουράφι < ξυράφι)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τσουλώνω — τσούλωσα, τσουλώθηκα, τσουλωμένος, στήνω όρθια (τα αυτιά), στυλώνω: Το άλογο έχει τσουλωμένα τα αυτιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”